Ο Ντίνος ο γκρίζος γάτος ήταν το αλάνι της γειτονιάς του. Όμορφος, με το λαμπερό ασημένιο του τρίχωμα περνούσε, από ψαροταβέρνα σε ψαροταβέρνα, δίπλα από το γραφικό λιμανάκι και κάρφωνε με τα κατακίτρινα, λαμπερά του μάτια άντρες και γυναίκες. Έπαιρνε όσα ψαροκόκαλα και γαρίδες δεν μάζευαν όλα τα υπόλοιπα γατιά της περιοχής μέσα σε ένα μήνα.
Όλες οι γάτες όταν τις κυρίευε ο αναπαραγωγικός οίστρος περνούσαν από μπροστά του προσπαθώντας μετά μανίας να τον γοητεύσουν. Αυτός όμως δεν έδινε σημασία ποτέ σε καμία.
Θεωρούσε τραγικό τον τρόπο με τον οποίον προσπαθούσαν τόσο απροκάλυπτα να τον κάνουν να τις προσέξει.
Ώσπου μια μέρα μια γάτα διαφορετική, αλανιάρα, πιο αλανιάρα ακόμα και από τον ίδιο, έκανε την εμφάνισή της στα πλακόστρωτα σοκάκια και τις ταβέρνες του λιμανιού. Το πορτοκαλί της χρώμα και τα καταπράσινα μάτια της εξέπεμπαν την αυτοπεποίθησή της. Ο Ντίνος ήταν σίγουρος πως με τις πιρουέτες του και το μελωδικό του νιαούρισμα θα την έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρη και το γουργούρισμα του πόθου τής για ένα του άγγιγμα θα ακουγόταν σε όλη την πόλη.
Μα να που η Βιολέτα όταν τον έβλεπε να περνάει έστρεφε το βλέμμα της προς άλλη κατεύθυνση και αδιάφορη κουνούσε την μακριά φουντωτή ουρά της πέρα δώθε.
Όλοι, τουρίστες και ντόπιοι, μαγεύονταν από την αρχοντική της φιγούρα και χωρίς καν να γυρίσει να τους κοιτάξει της έριχναν φαγητό. Όλοι οι γάτοι της περιοχής την κυνηγούσαν ασταμάτητα και όλες οι γάτες την ζήλευαν απεριόριστα.
Ο Ντίνος τα έχασε και προσπαθούσε να σκαρφιστεί τεχνάσματα που θα τον βοηθούσαν να την κατακτήσει. Αυτή όμως δεν ήταν εύκολη. Όσο περισσότερο προσπαθούσε ο Ντίνος τόσο αυτή ξενέρωνε.
Στη γειτονιά υπήρχε κι ένα αδιάφορο γατί, ο Ασπρουλιάρης. Ήταν κοκαλιάρικος και κατάλευκος με δυο μικρές, γαλάζιες μπίλιες για μάτια. Αυτός, δεν προσπαθούσε να κερδίσει ούτε ανθρώπους ούτε γατιά. Ντροπαλός, όπως ήταν, κρυβόταν σε σκοτεινές γωνιές και τρεφόταν με ότι άφηναν τα άλλα γατιά ή με ότι έβρισκε στα σκουπίδια.
Η Βιολέτα τον είχε προσέξει πολλές φορές να προσπαθεί να κρυφτεί από το βλέμμα των υπολοίπων. Κάτι μέσα της σκίρτησε. Αυτή η ντροπαλότητα την είχε κάνει να τον θέλει τρελά. Πηγαινοερχόταν σεινάμενη, κουνάμενη μπροστά του. Ήλπιζε πως κάποτε θα λύγιζε μπροστά της από έρωτα. Ο Ντίνος το πρόσεξε και ζηλιάρης όπως ήταν δεν έχανε ευκαιρία να του ορμήξει μπροστά στους υπολοίπους για να δείξει την υπεροχή του σε όλους και ειδικά στη Βιολέτα.
Ώσπου μια μέρα εκνευρισμένη η Βιολέτα δεν κρατήθηκε και μπήκε στη μέση. Ο Ντίνος καταλάθως της έμπηξε τα νύχια του στο μάτι και μπαμ. Η Βιολέτα χάνει το ένα της μάτι και χτυπημένη κάθεται σε μια γωνιά να αιμορραγεί.
Ο Ντίνος από τότε έχασε κάθε ενδιαφέρον για τη Βιολέτα. Τι να την έκανε έτσι όπως ήταν τώρα; Συνέχισε να κάνει τις πιρουέτες του και τα μαγικά του στον κόσμο και στα γατιά. Συνέχισε να ενθουσιάζει το πλήθος και να μεγαλώνει το καινό της ψυχής του.
Ο Ασπρουλιάρης για τρεις μέρες είχε στην αγκαλιά του τη χτυπημένη Βιολέτα. Την πρόσεχε σαν βασίλισσα. Μόλις έκλεισε η πληγή της ξεκίνησαν να παίζουν ασταμάτητα. Με το πρώτο ερωτικό κάλεσμα της φύσης έγιναν ένα. Η Βιολέτα έμεινε έγκυος και έφυγαν μαζί για νέα λιμάνια. Μακριά από αλάνια με δυστυχισμένες ψυχές. Κάπου στην εξοχή βρήκαν μια οικογένεια ανθρώπων που τους υιοθέτησε και με τη μεγάλη τους οικογένεια έζησαν ευτυχισμένοι μέχρι τα γατίσια γηρατειά τους. Ο Ντίνος γέρασε και πέθανε στο ίδιο λιμάνι. Ήταν μια καλοκαιρινή δευτέρα με ανυπόφορη ζέστη όταν πια μεγάλος πήγε να κάνει κάποια παράτολμα πηδήματα (από αυτά που έμαθα στα μικράτα του) πάνω στο τραπέζι μιας οικογένειας Γάλλων που έτρωγαν ανυποψίαστοι κάτι χταπόδια και κουτσομούρες, χωρίς να του δίνουν σημασία. Πήγε να ανέβει στο τραπέζι αλλά τα γέρικα πόδια του και η μεγάλη κοιλιά του δεν βοήθησαν στον υπολογισμό της δύναμης που έπρεπε να βάλει. Μπουμ, τρώει μια στο κεφάλι και πάρτον κάτω.
Οι Γάλλοι έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.