Ανοίγω την πόρτα. Επιστρέφω στο σπίτι. Κουρασμένος. Όχι τόσο σωματικά όσο ψυχικά.
Σκοτάδι και ησυχία.
Ανάβω το φως. Φως και ησυχία.

Πάντα η μοναξιά αυτή…
Σβήνω το φως.
– Πάει έχω τρελαθεί, ψιθυρίζω στον εαυτό μου και συνεχίζω το παιχνίδι μου.
Κάπου μέσα στο φως και στο σκοτάδι έχασα τον εαυτό μου.
Ουρλιάζω. Μόνος, σαν πληγωμένο ζώο. Άλλωστε ζώα είμαστε.
Θέλω να σταματήσω το παιχνίδι αυτό κουράστηκα.
Δεν μπορώ όμως.
Κλαίω και φωνάζω και ξεκινώ να με κτυπάω.
Κουράζομαι. Σταματώ να με κτυπάω.
Τικ-Τοκ.
Τώρα μόνο το χέρι μου παίζει ακόμα με τον διακόπτει.
Μόνος κάπου ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι.
Την είδα ξέρεις.
Ήταν εκεί στο δρόμο που κάποτε περπατούσαμε χέρι-χέρι. Σε εκείνων που τις πρωτοείπα σ ́ αγαπώ.
Την πλησίασα.
Δυο χρόνια πάνε από τότε. Φάντασμα του παρελθόντος.
Αλλά τέτοιο φάντασμα θα ήθελα να με στοιχειώνει αιώνια.
Άλλαξα από τότε.
Πέρασα από το σκοτάδι στο φως.
Αυτό νομίζω τουλάχιστον.
Ο κάθε ένας νομίζει αυτό που νομίζει. Και αυτό που νομίζει δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που νομίζει.
Κάποτε το σκοτάδι νίκησε. Με παγίδευσε στο φόβο μου.
Αγάπησα. Τίποτα πιο φοβερό δεν υπάρχει στη Γη τούτη.
Τρόμος γεμίσει το μυαλό μου και με έσπρωξε στην φυγή.
Έτρεξα. Χάθηκα. Μακριά της.
Τώρα ;
Το φως μπήκε στη ζωή μου.
Έχασα όμως. Την έχασα.
Άνθρωποι έρχονται στον πλανήτη τούτο, αγαπούν, φοβούνται, φεύγουν και χάνονται μέσα στο σκοτάδι.
Έτσι και εγώ τώρα θα καταδικαστώ σ’ αυτό ;
Την πλησίασα. Ήθελα να της μιλήσω, να την αγγίξω και να τη φιλήσω.
Αυτή με κοίταξε. Γεμάτη παράπονο. Δεν είπε τίποτα. Πέρασα από δίπλα μου και συνέχισε τον δρόμο της.
Έτσι γίνεται. Άνθρωποι κάνουν πως κοιτούν μπροστά, πως έχουν ξεχάσει, πως δεν τους νοιάζει, πως… Πως δεν έχουν αγαπήσει…
Ίσως η μοίρα αυτή να μου αξίζει όμως.
Το χέρι μου παίζει ακόμα με το διακόπτη.

Τικ-Τοκ.
Φως-σκοτάδι, φως-σκοτάδι.
Μια ζωή έτσι ταλαντευόμαστε ανάμεσα στα δύο.
Νομίζουμε πως μπορούμε να το νικήσουμε. Ελπίζουμε στην αγάπη.
Ηλίθιοι όλοι μας.
Περισσότερο εγώ. Πως πίστεψα πως τη βρήκα και πως επιτέλους θα ζούσαμε μαζί και θα γράφαμε τη δική μας ιστορία;
Τικ. Σκοτάδι.
Μα ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που οι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν. Η ελπίδα της αγάπης και του φωτός.
Τοκ. Φως.
Ένας ήχος ακούγεται και η λάμπα πάει κάηκε.
Σκοτάδι παντοτινό.
Σκοτάδι αδιαπέραστο.
Κάποιος κτυπάει την πόρτα.
Η καρδιά μου κτυπάει γοργά λες και μάχεται να σκίσει την σάρκα μου και να απελευθερωθεί. Δεν ξέρω γιατί. Η καρδιά μόνο ξέρει μερικές φορές.
Απλώνω το χέρι μου. Σφίγγω το χερούλι. Ανοίγω.
Βλέπω μέσα στο φως του διαδρόμου, αυτό που τόσο ήθελα να δω.
Ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλο μου.
Ήρθε. Δυο χρόνια μετά αλλά ήρθε να με βρει.
Κατάλαβε, όπως κατάλαβα.
Τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου.
Με φυλάει.
Τη σηκώνω ελαφρά από το πάτωμα και την κρατάω σφιχτά επάνω μου. Περνάμε μέσα στο διαμέρισμα και με την πλάτη μου σπρώχνω την πόρτα να κλείσει.
Απλώνει το χέρι της και αγγίζει τον διακόπτει.
Σταματάω να την φυλάω.
Της ψιθυρίζω στο αυτί.
« Η αγάπη μας είναι σαν τα αστέρια. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι λάμπει ακόμα
περισσότερο. Εμείς θα παράξουμε το φως »

Αναστάσιος Γεωργίου

Pin It on Pinterest