Ο Στράτος μια ζωή αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Δεν ήξερε γιατί του έλαχε η μοίρα αυτή. Προσπάθησε κάποτε να της ξεφύγει με χημικά και άλλες ουσίες που του άνοιγαν ένα προσωρινό παράθυρο στη σκοτεινιά που τον κατέτρωγε. Μα το παράθυρο τον άφηνε να πιστεύει πως λίγο φως του αρκούσε. Έτσι παράτησε την προσπάθειά του να βγει έξω στον κόσμο. 

Από εκεί, κλειδωμένος στο βρόμικο και σκοτεινό μπουντρούμι του, έμεινε να κοιτάζει αποχαυνωμένος το μακρινό φως. 

Όσο περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο χανόταν μέσα στην σκοτεινιά που είχε διαλέξει. Και το παράθυρό του άρχισε από τις χημείες ολοένα να μικραίνει. Τόσο πολύ μίκρυνε που έγινε μια τόση δα κλειδαρότρυπα.

Ο Στράτος μια ζωή αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Μια ζωή, ήταν γραφτό της μοίρας του να κερδίζει το σκοτάδι και να βουλιάζει ολοένα στην καταχνιά της ψυχής του. 

Κάποιες φορές προσπάθησε να ανασηκωθεί και να ψάξει για το φως. Αλλά, αν έχεις μόνο μια χαραμάδα για να δεις, πώς να τα καταφέρεις;

Ώσπου πέρασε από μπροστά του αυτή. Μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα που η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει. Περπατούσε γρήγορα και οι γόβες τις έκαναν κλακ-κλακ και έδιωχναν το νερό προς κάθε κατεύθυνση. 

Για πρώτη φορά μετά από καιρό κατάφερε να γυρίσει το βλέμμα του προς το φως. Την ήθελε. Θα έκανε τα πάντα για να βγει από τον βούρκο του. Η καρδιά του πετάριζε από ευτυχία.Το είχε πάρει απόφαση. Από το σκοτάδι θα περνούσε στο φως και καρφάκι δεν του καιγόταν για τις κλειδαρότρυπες και τις ουσίες. 

Σηκώθηκε. Έκανε μερικά βήματα και μετά σωριάστηκε φαρδύς πλατύς στο βρεγμένο πεζοδρόμιο. 

Σκοτάδι και φως, θάνατος και ζωή όλα έγιναν ένα μέσα στο κεφάλι του. 

Αλλά το είχε πάρει απόφαση. Την ήθελε. Σηκώθηκε ξανά και έχοντας στο μυαλό του μια Ιθάκη και μια Πηνελόπη είπε θα τα καταφέρει. 

Έτσι και έγινε. Μήνες και ατελείωτες μάχες αργότερα, το σκοτάδι χάθηκε επιτέλους. Το φως καθρεφτιζόταν στο φρεσκοξυρισμένο μάγουλό του και χαμογελαστός δούλευε στο εστιατόριο, μπροστά από το παλιό του σκοτεινό πεζοδρόμιο, περιμένοντάς την να ξαναπεράσει. 

Μια μέρα άκουσε το κλακ κλακ. Δε χρειάστηκε να τη δει για να νιώσει τους κτύπους της καρδιάς του να εκτινάσσονται. Έτρεξε με αυτοπεποίθηση πίσω της. Ήθελε να της διηγηθεί τον τρόπο με τον οποίον τον έβγαλε στο φως. Μα αυτή ούτε που γύρισε. Τότε κατάλαβε. Κανείς δεν τον έβγαλε από κανένα σκοτάδι. Μόνος του το θέλησε και βγήκε. 

 

Αναστάσιος Γεωργίου

Pin It on Pinterest