Δε θα ξεκινήσω με το «μια φορά κι έναν καιρό», γιατί η ζωή μου κάθε άλλο παρά παραμυθένια μοιάζει. Ζω σε μια πόλη σκοτεινή, γεμάτη με σκυθρωπούς ανθρώπους. Μια πόλη που κάποτε έλαμπε από το φως του ήλιου, γέμιζε από χρώματα, μουσική και χαρά. Τώρα, όλα αυτά μοιάζουν μακρινά. Δεν μπορώ καν να τα καταγράψω· το χέρι μου τρέμει από τη νοσταλγία που με κυριεύει καθώς τα αναπολώ. Τίποτα από αυτά δεν υπάρχει πια εδώ. Μόνο άνθρωποι νικημένοι, κατσούφηδες, που τρέχουν βιαστικά σε αυτή την αλλόκοτη και άλλοτε δοξασμένη πόλη. Όσοι έμειναν.

«Πώς έγινες έτσι, πόλη μου; Πώς με κατάντησες κι εμένα σε τέτοια χάλια;»

Τρέχω κι εγώ. Σαν σίφουνας. Αφού όλοι τρέχουν, πρέπει να ακολουθήσω τους καινούριους ρυθμούς. Ρυθμούς που γερνούν και ξαναγεννιούνται, ξανά και ξανά.

Καθώς τρέχω, βλέπω ένα βιβλίο πεσμένο στον δρόμο. Παράξενα πράγματα συμβαίνουν! Χρόνια έχω να δω βιβλίο στην πόλη τούτη. Όχι μόνο δεν τα διαβάζει κανείς πια, τώρα τα πετάνε και στους δρόμους.

Δεν μπορώ, όμως, να σταματήσω να το μαζέψω. Σαν το κουνέλι της Αλίκης, συνεχίζω να τρέχω. Καθώς πηδάω θεαματικά πάνω από το βιβλίο, προλαβαίνω να δω τον τίτλο του. Τα χάνω και πέφτω με δύναμη στο πεζοδρόμιο. Κοιτάζω το χέρι μου. Μια πληγή ανοίγει και τρέχει μαύρο αίμα. Ναι, μαύρο. Γιατί το χρώμα έχει χαθεί από τη ζωή μας. Παίρνω το βιβλίο στα χέρια μου.

«Πού χάθηκαν τα όνειρα;» γράφει στο εξώφυλλο.

«Έλα μου ντε,» σκέφτομαι. «Πού πήγαν τα όνειρα;»

Το ανοίγω και τότε συμβαίνει κάτι παράξενο. Ξαφνικά, το μαύρο και το άσπρο που με είχαν μάθει να βλέπω από μικρός, εξαφανίζονται. Βλέπω χρώμα, εικόνες και διαβάζω για όνειρα. Σηκώνομαι και χαμογελώ πλατιά. Στέκομαι ακίνητος, παρατηρώντας το πλήθος που βιάζεται. Ένα παιδί, φορτωμένο με μια τεράστια σχολική τσάντα, με παρατηρεί καθώς τρέχει να προλάβει το σχολικό. Σηκώνει το χέρι του και φωνάζει δυνατά, γεμάτο φόβο, δείχνοντάς με:

«Αυτός δεν τρέχει!»

Τότε όλα σταματούν. Ο χρόνος παγώνει. Ο ήχος χάνεται. Όλοι σαστισμένοι με κοιτάζουν, λουσμένο στο χρώμα, να χαμογελώ. Κανείς δεν μιλά. Μια κυρία δακρύζει· ένας κύριος κάνει ένα διστακτικό βήμα προς το μέρος μου, μπερδεμένος. Και τότε, κάποιοι άλλοι γύρω μου αρχίζουν δειλά να αποκτούν χρώμα. Αυτοί οι λίγοι γίνονται περισσότεροι. Ένας στρατός γεμάτος χρώμα σχηματίζεται. Έτοιμος να πολεμήσει, όχι με όπλα, αλλά με όνειρα, ενάντια στο μαύρο και το άσπρο της χλιαρής καταδίκης αυτής της πόλης. Και όλα ξεκίνησαν από ένα βιβλίο πεταμένο στον δρόμο.

Αναστάσιος Γεωργίου

Pin It on Pinterest