Ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ. και μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. στον ελληνικό χώρο ξεκίνησε ο σχηματισμός των πόλεων κρατών. Αν και οι γραπτές πηγές που υπάρχουν είναι περιορισμένες, τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν την ανάπτυξη που επιτελείτο τη συγκεκριμένη περίοδο. Από πηγές όπως του Στράβων (Γεωγραφικά), του Ηρόδοτου (Ιστορίαι) και του Διόδωρου (Ιστορική βιβλιοθίκη) μαθαίνουμε για την ιστορία (με επιφύλαξη ως προς την ορθότητα των πληροφοριών) και τους μύθους γύρω από την ίδρυση ελληνικών αποικιών στο Ρήγιο, στη Κυρήνη, τη Σικελία, τη Μασσαλία και άλλες περιοχές της Μεσογείου.

Ο πρώτος ελληνικός αποικισμός ξεκίνησε από τον 11ο και κράτησε μέχρι τον 9ο αιώνα π.Χ., δεν ήταν μια οργανωμένη επιχείρηση από τις μητροπόλεις αλλά περισσότερο μετακίνηση σε πιο έφορες περιοχές. Ο δεύτερος ελληνικός αποικισμός είναι αυτός του 8ου π.Χ αιώνα που κράτησε μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ. Ο Β΄ ελληνικός αποικισμός ήταν μια καλά οργανωμένη επιχείρηση από τη μητρόπολη (μητέρα-πόλη)

Αίτια, φάσεις και χαρακτηριστικά της ελληνικής εξάπλωσης στη Μεσόγειο από τον 8ο μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ (Ελληνικός αποκισμός)

Τα αίτια του ελληνικού αποικισμού (8ος- 6ος αιώνας π.Χ)

Μεταξύ των μελετητών επικρατούν δύο κύριες θεωρίες για τα αίτια του Β’ ελληνικού αποικισμού. Η μία αφορά τις εμπορικές και στρατηγικές ανάγκες των πόλεων κρατών. Η ανάπτυξη τομέων όπως της σιδηρουργίας και οι αυξανόμενες ανάγκες νέων περιοχών με κοιτάσματα σε μέταλλα αποτελούσε στόχος των πόλεων.
Παράλληλα κατά τον 9ο αιώνα υπήρξε μια σημαντική πληθυσμιακή αύξηση που αποδεικνύεται και μέσω των ευρημάτων των νεκροπόλεων. Η έλλειψη σιτηρών μπορεί επίσης να βοήθησε στη δημιουργία του ελληνικού αποικιακού φαινομένου της αρχαϊκής εποχής.
Η επιλογή των τοποθεσιών δεν μπορεί να δώσει μια απάντηση για το αν η αιτία ήταν μία από τις δύο ή και οι δύο μαζί. Καθώς σε πολλές περιπτώσεις οι αποικίες χαρακτηρίζονταν από λιμάνια αλλά και καλλιεργήσιμη ή πλούσια σε κοιτάσματα μετάλλων γη στα πέριξ τους.
Ακόμα οι εσωτερικές κρίσης στις μητροπόλεις αποτελούσαν παράγοντα μετακινήσεις πληθυσμών. Παράδειγμα αυτής της ταχτικής είναι η ίδρυση του Τάραντα από εκδιωχθέντες Σπαρτιάτες.
Γενικότερα όμως από την παρατήρηση των σημείων που δημιουργήθηκαν αποικίες η ύπαρξη εύφορης γης ήταν σημαντική ακόμα και αν σε κάποιες περιπτώσεις όπως της Μασσαλίας ήταν περισσότερο για λόγους εμπορίου. Αυτό διότι οι νέες πόλης ήταν ή θα γίνονταν, σε μικρό χρονικό διάστημα από την ίδρυσή τους, ανεξάρτητες οπότε και χρειάζονταν τη δυνατότητα παραγωγής τροφής.

Οι φάσεις του ελληνικού αποικισμού (8ος- 6ος αιώνας π.Χ)

Ο ελληνικός αποικισμός του 8ου – 6ου αιώνα π.Χ. χωρίζεται σε δύο περιόδους.
Η πρώτη ξεκινάει στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. όπου Έλληνες, συνήθως από την ηπειρωτική Ελλάδα και την Εύβοια, μετακινούνται προς τον χώρο της σημερινής Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας. Οι Ευβοείς εγκαταστάθηκαν για παράδειγμα στις Πιθηκούσες το 775 π.Χ. και με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από τις ανασκαφές κατεργάζονταν μεταλλεύματα σιδήρου. Στη συνέχεια συνέχισαν την επέκτασή τους στη Νάξο, τη Ζάγκλη, στην ανατολική Σικελία, την Κατάνη, τους Λεοντίνους και στο Ρήγιο.
Η δεύτερη περίοδος είναι αυτή του δεύτερου τετάρτου του 7ου αιώνα όπου πλέον άνθρωποι από διάφορες ελληνικές περιοχές μπαίνουν στη αποικιακή διαδικασία. Δηλαδή Έλληνες από πόλεις-κράτη της Μικράς Ασίας, του Ευξείνου Πόντου ή των νησιών παρατηρείται πως ίδρυαν τις δικές του αποικίες. Συνεχίζεται ο αποικισμός στα Νότια εδάφη της σημερινής Ιταλίας, αλλά μεγάλο ενδιαφέρον επέδειξαν για άλλες περιοχές της Μεσογείου. Για παράδειγμα εδάφη της Γαλατίας, της Ισπανίας, των παραλίων της Αφρικής ή του Εύξεινου Πόντου. Επίσης στα βόρεια νησιά του Αιγαίου που αν και υπήρχαν ήδη αποικίες από τους Ευβοείς ήταν αρκετά μικροί οικισμοί χωρίς ουσιαστική ανάπτυξη. Σημαντικές αποικίες δημιουργήθηκαν στην Προποντίδα και στον Εύξεινο Πόντο από Μεγαρείς και Μιλήσιους. Μερικά παραδείγματα από αυτές τις αποικίες αποτελούν το Βυζάντιο, η Κύζικος, η Άβυδος, η Χαλκηδόνα και ο Αστακός. Στα αφρικανικά παράλια σημαντική αποικία θεωρείται αυτή της Κυρήνης που ιδρύθηκε από Θηραίους.
Οι Σάμιοι, οι Φωκαείς και οι Ρόδιοι επέλεξαν να εξερευνήσουν τη δυτική Μεσόγειο. Οι Φωκαείς ίδρυσαν τη Μασσαλία κατά τον 6ο αιώνα.

Τα χαρακτηριστικά του Β’ ελληνικού αποικισμού (8ος- 6ος αιώνας π.Χ)

Το κύριο χαρακτηριστικό του Β’ ελληνικού αποικισμού (8ος- 6ος αιώνας π.Χ) ήταν ο τρόπος ίδρυσης των αποικιών. Πλέον η ίδρυση τους ήταν το προϊόν μιας καλά οργανωμένης επιχείρησης από την πόλη-κράτος. Αρκετές φορές γίνονταν και συνεργασίες μεταξύ πόλεων-κρατών για τη συνίδρυση αποικιών. Στις εκστρατείες δηλαδή λάμβαναν μέρος και άτομα από διαφορετικές πόλεις-κράτοι του ελλαδικού χώρου. Ένα παράδειγμα είναι η ίδρυση της Σικελικής Γέλας από Κρητικούς και Ρόδιους.
Οι αποικίες γίνονταν ανεξάρτητες πόλεις είτε με την ίδρυσή τους είτε σε μικρό χρονικό διάστημα από αυτήν.
Έπρεπε η τοποθεσία της αποικίας να επιλεχθεί με προσοχή καθώς θα έπρεπε να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των κατοίκων της και τη δημιουργία καλών σχέσεων που θα απέφεραν κέρδος και στη μητρόπολη. Ακόμα η τοποθεσία ήταν σημαντική ώστε η νέα πόλης να είναι ασφαλείς από τυχών επιδρομές.
Η επιλογή των θέσεων των αποικιών αποδιδόταν στο μαντείο των Δελφών. Αυτό καθησύχαζε και έδινε ένα αίσθημα ασφάλειας στα μέλη των αποστολών.
Αρχηγός της αποστολής ήταν ο οικιστής. Ήταν το άτομο που είχε την ευθύνη της οργάνωσης του συστήματος της νέας πόλης, όπως τη θέσπιση νόμων. Ο οικιστής ήταν επίσης, κατά πάσα πιθανότητα, επιφορτισμένος με τον καταμερισμό της γης. Τις περισσότερες φορές μέσω κλήρωσης ώστε να αποφεύγονται οι φιλονικίες.
Κατά βάση το σύστημα διακυβέρνησης στις αποικίες ήταν μια αντιγραφή του συστήματος που είχαν και στη μητρόπολη ή το πλησίαζε αρκετά. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που δημιουργούνταν νέοι θεσμοί και η οργάνωση ήταν διαφορετική. Αυτό γινόταν σε περιπτώσεις φυγάδων ή εξόριστων από τις μητροπόλεις λόγω του ότι δεν συμφωνούσαν με τους θεσμούς της.
Οι σχέσεις των Ελλήνων με τον γηγενή πληθυσμό των περιοχών όπου ίδρυσαν αποικίες διαφέρει ανά περίπτωση. Υπάρχουν παραδείγματα όπως στις Συρακούσες όπου έχουν βρεθεί ελληνικά φυλάκια και εξαφανίστηκε μέρος του γηγενούς πληθυσμού. Αυτό αποδεικνύει την ύπαρξη εχθρικών σχέσεων. Από την άλλη υπάρχει η περίπτωση της Σικελίας όπου σε σπίτια που ανήκαν στον ντόπιο πληθυσμό βρέθηκαν ελληνικά αντικείμενα. Κάτι που αποδεικνύει το πως έρχονταν σε επαφή και πιθανότατα είχαν αναπτύξει ειρηνικές ή εμπορικές σχέσεις.

Οι συνέπειες της ελληνικής εξάπλωσης στη Μεσόγειο από τον 8ο μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ (Β’ελληνικός αποκισμός)

Ο Β΄ελληνικός αποκισμός είχε συνέπειες τόσο πολιτισμικές όσο και κοινωνικοοικονομικές.

Η εξάπλωση του Ελληνικού πολιτισμού ως συνέπεια του Β΄ελληνικού αποικισμού

Οι Έλληνες μετανάστες με τη δημιουργία των καινούργιων πόλεων σε άλλες περιοχές της Μεσογείου δεν σταματούσαν πλήρως τους δεσμούς τους με τις μητροπόλεις. Στην αρχή τουλάχιστον τα πολιτισμικά στοιχεία δεν διέφεραν από αυτά των μητροπόλεων. Με τις μετακινήσεις τους έπαιρναν μαζί τους το ελληνικό αλφάβητο, τη θρησκεία, τη γλώσσα, την παιδεία, τους μύθους και τις πεποιθήσεις τους. Ο τρόπος αλληλεπίδρασης μεταξύ τους δεν άλλαζε. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούσαν για την εκμετάλλευση μετάλλων και οι διακοσμητικές τεχνικές ήταν οι ίδιες αυτών που είχαν στις μητροπόλεις τους. Ακόμα οι τέχνες του πολέμου και της οργάνωσης των στρατιωτών παρέμεινε η ίδια.
Αν και σιγά σιγά οι ελληνικές αποικίες αναπτύσσουν και εξελίσσουν με τον δικό τους τρόπο τα ελληνικά πολιτισμικά στοιχεία των μητροπόλεών τους. Για παράδειγμα στη Σικελία και την Αίγυπτο. Αυτό γίνεται λόγω την ύπαρξη νομοθετών που ασχολούνταν με την οργάνωση των κανόνων των νέων πόλεων καθώς και των συνθηκών και των αναγκών που επικρατούσαν εκεί.

Η εμπορική ανάπτυξη ως συνέπεια του Β΄ελληνικού αποκισμού

Η εμπορική ανάπτυξη που συνέβηκε κατά την αρχαϊκή περίοδο είναι αποδεδειγμένη από αρχαιολογικά ευρήματα όπως αγγεία και νομίσματα. Οι μητροπόλεις από όσα μπορούμε να συμπεράνουμε με βάση τα ευρήματα παρήγαγαν πολύτιμα είδη με τα οποία εφοδίαζαν τις καινούργιες πόλεις. Με τη σειρά τους οι έμποροι των πόλεων αυτών προχωρούσαν σε εμπορικές συναλλαγές με τους γηγενείς πληθυσμούς. Έντονες ήταν οι συναλλαγές με ήδη εγκατεστημένους λαούς στη Μεσόγειο όπως τους Ετρούσκους και του Καρχηδόνιους. Έτσι επήλθε η εργασιακή εξειδίκευση ώστε να γίνει κάλυψη των αναγκών παραγωγής για ομαλή διεξαγωγή του εμπορίου. Επίσης εντατικοποιήθηκε η χρήση των δούλων για τους σκοπούς της εμπορικής παραγωγής.
Στα πλαίσια της ανάπτυξης αυτής, συντελείτε και η εφεύρεση του νομίσματος. Αρχικά στην ασιατική Ελλάδα κατά το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. Οι Έλληνες αντέγραψαν τη συγκεκριμένη πρακτική από τους Λυδούς, με τους οποίους είχαν στενές σχέσεις. Μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ το νόμισμα θα γινόταν το κύριο μέσο συναλλαγών στον χώρο του εμπορίου. Το εμπόριο γινόταν πιο εύκολα με τη χρήση του νομίσματος και ήταν ένας τρόπος υπολογισμού της αξίας των προϊόντων. Αν και το γεγονός πως δεν υποδιαιρείτο ερμηνεύεται από κάποιους αρχαιολόγους ως αποδεικτικό για τη μη χρήση του νομίσματος στις τοπικές, μικρές συναλλαγές.
Η ύπαρξη του νομίσματος ερμηνεύεται από ερευνητές και ως τη δημιουργία μιας εναλλακτικής στο παραδοσιακό σύστημα του κτηματικού πλούτου. Οι πλούσιοι έμποροι, βιοτέχνες από τη μία και οι αριστοκράτες μεγαλογαιοκτήμονες από την άλλη.

Η κρίση της αριστοκρατικής ελληνικής κοινωνίας

Οι άριστοι, δηλαδή οι καλύτεροι από όλους τους υπόλοιπους, ήταν η άρχουσα τάξη ενός κληρονομικού πολιτικού συστήματος. Ασχολούνταν κυρίως με τον πόλεμο, το κυνήγι και ήταν γαιοκτήμονες. Στην καλλιεργήσιμη γη τους δούλευαν δούλοι και αγρότες και έτσι οι αριστοκράτες κέρδιζαν τα χρήματά τους. Από τον 7ο αιώνα π.Χ. όμως η αριστοκρατία θα βρεθεί σε μια περίοδο διαδοχικών κρίσεων. Μέρος αυτής της κρίσης αποτέλεσε και η δημιουργία του νομίσματος και της νέας τάξης των πλουσίων εμπόρων και βιοτεχνών όπως εξηγήθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο.

Η αγροτική κρίση ως συνέπεια του Β΄ελληνικού αποικισμού

Η έλλειψη γης και η μη ισορροπημένη διανομή της, ήταν η βάση του συστήματος που τροφοδοτούσε την αριστοκρατία. Είχε ως συνέπεια την έκρηξη των φτωχών πληθυσμών που λόγω των δύσκολων συνθηκών ζωής και της φτώχειας ζητούσαν την αναδιανομή της γης. Σημαντικός ήταν ο ρόλος των πλούσιων εμπόρων και βιοτεχνών που κέρδισαν χρήματα λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου και του αποικισμού. Οι ίδιοι υποκινούσαν τους φτωχούς να επαναστατήσουν και παράλληλα προωθούσαν τις διεκδικήσεις τους για μερίδιο εξουσίας και γης. Στο τέλος του 7ου αιώνα παράδειγμα αποτελεί η κρίση που ξέσπασε στην Αθήνα. Ο Αριστοτέλης (Αθηναίων Πολιτεία) και ο Πλάτωνας (Βίο του Σόλωνα) εξηγούν την οικονομική ανασφάλεια των φτωχών και τις ανισότητες στη γαιοκτησία. Η πόλη βρισκόταν στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Οι γεωργοί έπρεπε να δίνουν το ένα έκτο της παραγωγής τους στους αριστοκράτες και αν δεν μπορούσαν να ξοφλήσουν τα χρέη τους τότε γίνονταν δούλοι, υποθηκεύοντας τον εαυτό τους.
Χρειάστηκε η παρέμβαση του νομοθέτη Σόλωνα ο οποίος σταμάτησε πρακτικές όπως τη μετατροπή αγροτών που δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα χρέη τους σε δούλους και τον επαναπατρισμό αγροτών που είχαν πουληθεί ως δούλοι εντός και εκτός Αττικής.

Η “οπλιτική επανάσταση” και η σύνδεσή της με τον Β΄ελληνικό αποκισμό

Μερικές από τις πόλεις-κράτη κατά τον 7ο αιώνα π.Χ υιοθετούν όσων αφορά την άμυνα και τη διεξαγωγή μαχών τη διάταξη των οπλιτών σε φάλαγγα. Οι οπλίτες ήταν στρατιώτες με βαρύ οπλισμό οι οποίοι φορούσαν έναν μεταλλικό θώρακα και κράνος με απόληξη σε σχήμα πετάλου. Κρατούσαν δόρυ και στρογγυλή ασπίδα με διπλή λαβή. Η νέα διάταξη δείχνει το πέρασμα από την ατομικότητα στη συλλογικότητα. Είναι συνδεδεμένη με την ισότητα μεταξύ ομοίων. Υπάρχει μια απομάκρυνση από τον προσωπικό θρίαμβο της ομηρικής εποχής. Οι μάχες δίνονται για την υπεράσπιση της γης των πόλεων. Για αυτό το λόγο χρειαζόταν η αριθμητική υπεροχή και η πρόσβαση των στρατιωτών στον ακριβό εξοπλισμό. Έτσι η τέχνη του πολέμου πλέον δεν μπορεί να είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό της αριστοκρατικής τάξης. Ο δήμος συναντά την αριστοκρατία στο πεδίο της μάχης και αγωνίζονται δίπλα δίπλα. Επιπλέον ξεκινούν και οι νέοι οπλίτες να απαιτούν μερίδιο στη διανομή των λαφύρων και της γης. Φυσικά, ανάλογα με την πρότερη οργάνωση των πόλεων η “οπλιτική επανάσταση” συντελέστηκε με διαφορετικό τρόπο.

Επιλογικά, η ελληνική εξάπλωση στη Μεσόγειο από τον 8ο μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ (Ελληνικός αποικισμός) επηρέασε τη διαμόρφωση των Μεσογειακών περιοχών της περιόδου. Η μετάδοση του ελληνικού πολιτισμού στη Μεσόγειο αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα και για τη μετέπειτα εξέλιξη των γηγενών πληθυσμών. Στον ελληνικό χώρο επήλθαν επίσης σημαντικές αλλαγές σε επίπεδο οικονομίας, κοινωνίας και πολιτισμού που θα ενσαρκωθούν ακόμα πιο έντονα κατά τον 5ο αιώνα στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό σύστημα πολλών πόλεων-κρατών όπως για παράδειγμα της Αθήνας.

Αναστάσιος Γεωργίου

Pin It on Pinterest